- διακηρυκεύω
- διακηρῡκεύω , διακηρυκεύομαιnegotiate by heraldpres subj act 1st sgδιακηρῡκεύω , διακηρυκεύομαιnegotiate by heraldpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακηρυκεύομαι — (AM) διαπραγματεύομαι με τη βοήθεια κήρυκα μσν. διακηρυκεύομαι και διακηρυκεύω διακηρύσσω … Dictionary of Greek